-
1 εὐ-ᾱής
εὐ-ᾱής, ές, gut durchweht, χῶρος Hes. O. 599; – günstig wehend, ἀνέμων πνοαί Eur. Hel. 1020; πνεῦμα Her. 2, 117; übertr., übh. günstig, ὕπνε, εὐαὴς ἡμῖν ἔλϑοις Soph. Phil. 817.
-
2 ευαης
-
3 πνοή
πνοή, ῆς, ἡ, [dialect] Ep. [full] πνοιή, always in Hom.; [dialect] Dor. [full] πνοά (v. infr.); Lyr. [full] πνοιά Pi.O.3.31, B.5.28: ([etym.] πνέω):—A blowing, blast,πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων Il.17.55
, cf. Od.4.839, Hes.Th. 253, 268;πνοιὴ Βορέαο Il.5.697
:abs., blast, breeze, 11.622, 13.590, etc.; ὀλίγη π. a light breeze, Arr.Tact.34.4; π. βιαία a stiff breeze, ib.35.4;οἷον π. εἰς ἄλλο Plot.6.3.23
; esp. to denote excessive swiftness, ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο along with, i.e.swift as, blasts of wind, Il.24.342, etc.;ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο 19.415
;ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο Od.2.148
;πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Il.12.207
;ἅμα πνοιῇσι πετέσθην 16.149
; imitated by Ar.Av. 1396 (lyr.), ἅμ' ἀνέμων πνοαῖσι βαίην; freq. in Trag.,ταχύπτεροι πνοαί A.Pr.88
; (lyr.), cf. 654, Ar.Nu. 161, Arist.Mu. 392b11, etc.; blast of bellows, Th.4.100.2 generally, breath,ἔμπνους μέν εἰμι.. καὶ πνοὰς.. πνέω E.HF 1092
;μητρὸς οἴχονται πνοαί Id.Or. 421
: metaph., πνοιὴ Ἡφαίστοιο the breath of Hephaestus, i.e. flame, Il.21.355;πυρὸς πνοᾷ E.Tr. 815
(lyr.);πρὶν καταιγίσαι πνοὰς Ἄρεως A.Th. 63
, cf. 115(lyr.);θεοῦ πνοαῖσιν ἐμμανεῖς E.Ba. 1094
;πνοαὶ Ἀφροδίτης Id.IA69
;θυμοῦ πνοαί Id.Ph. 454
.III vapour, exhalation, σποδὸς προπέμπει πλούτου πνοάς, of a burning city, A.Ag. 820;τηγάνου π. Eub. 75.8
, cf. Antiph.217.7;λιβάνου πνοαί Anaxandr.41.37
(anap.).IV breath of a wind-instrument,Αἰολῇσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν Pi.N.3.79
;αὐλῶν π. Ar.Ra. 313
;σύριγγος πνοά E.Or. 145
(lyr.).—Poet. (Pl.Cra. 419d is no exception), once in Th. and freq. in later Prose (v. supr.) for πνεῦμα. -
4 ἄνεμος
ᾰνεμος (-ος, -ον; -ων, -οις, -ους)1 windἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.105
βασιλεὺς ἀνέμων Βορέας P. 4.181
ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει P. 4.195
βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.210
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.120
τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.12
“ ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” P. 9.48ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν P. 11.39
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (Mosch.: ἴσον τ' ἀνέμοισιν codd.) N. 3.45θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν N. 3.59
σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον N. 7.17
παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2.οὐδ' ἀνέμους ἔ[λ]α[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.110
]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ Pae. 8.64
ὠκείας τ ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. -
5 πνοά
a breath ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) O. 6.83 καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) N. 10.74b wind, gust of windἴδε καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα ψυχροῦ O. 3.31
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) P. 5.121 Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.c sound of wind-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) N. 3.79 -
6 πνοιά
a breath ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) O. 6.83 καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) N. 10.74b wind, gust of windἴδε καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα ψυχροῦ O. 3.31
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) P. 5.121 Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.c sound of wind-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) N. 3.79 -
7 πνοη
эп.-ион. πνοιή, дор. πνοά и πνοιά ἥ1) веяние, дуновение, порыв(πνοιέ Βορέαο, πνοιαὴ ἀνέμων Hom.)
ἅμα πνοιῇσι Hom. — вместе с порывами, т.е. с быстротой ветров2) струя воздуха (sc. τῶν φυσῶν Thuc.)3) дыхание(πνοαὴ ἱππικαί Soph.)
πνοὰς πνεῖν Eur. — дышать;πνοιέ Ἡφαίστοιο Hom. — (огненное) дыхание Гефеста4) испарение, запах5) звук(πνοὰ δόνακος Eur.; αὐλῶν π. Arph.)
-
8 ἀλλοῖος
1 of different kinds always with another ἀλλο-word.ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι O. 7.95
ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.50
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.5
ἄλλοτ' ἀλλοῖα φρόνει keep different moods for different times fr. 43. 5. frag. ἄλλο[τε δἀλ]λοῖαι περι[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 7. -
9 ἄλλοτε
1 in one direction and in another met., here and there, this way and thatῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἔβαν O. 2.33
ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11
ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσουσιν αὖραι O. 7.95
ἀλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς P. 2.85
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (byz.: ἄλλοτε δ codd.) P. 8.77ἐγκωμίων ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54
Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν (sc. φωνάν.) P. 11.42ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν I. 3.18
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.5
“ ἄλλοτ' ἀλλοῖα φρόνει” keep a different mood for different occasions fr. 43. 5. frag. ]ἄλλο[τε δ' ἀλ] λοῖαι περι[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 8. -
10 ἀχείμαντος
ἀχείμ-αντος, ον,A not stormy,βλήχρων ἀνέμων ἀ. πνόαι Alc.16
; not vexed by storms,Μέμφις B.Fr.22
:—also [suff] ἀχείμ-αστος, ον, θάλασσα J.AJ 3.5.3
:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχείμαντος
См. также в других словарях:
πνοή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα 2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.) 3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή… … Dictionary of Greek